μετανοητής

μετανοητής
ο
1. αυτός που μετανοεί
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.)
οι Μετανοητές
(στη Δυτική Εκκλησία) α) οι ιερείς που καθόριζαν τον χρόνο και τον τόπο μετάνοιας σε αυτούς που αμάρταναν βαριά
β) (σήμερα) μοναχοί που ανήκουν σε τάγμα το οποίο έχει κύριο μέλημά του τη μετάνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετανοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”