- μετανοητής
- ο1. αυτός που μετανοεί2. (στον πληθ. ως κύριο όν.)οι Μετανοητές(στη Δυτική Εκκλησία) α) οι ιερείς που καθόριζαν τον χρόνο και τον τόπο μετάνοιας σε αυτούς που αμάρταναν βαριάβ) (σήμερα) μοναχοί που ανήκουν σε τάγμα το οποίο έχει κύριο μέλημά του τη μετάνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετανοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.